- φρονητικός
- φρον-ητικός, ή, όν,A concerned with thought, opp. θυμικός, ἐπιθυμητικός, Nicom. ap. Theol.Ar.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρονητικός — ή, όν, ΜΑ [φρονῶ] 1. αυτός που υπερέχει στην φρόνηση 2. αυτός που γίνεται ύστερα από σκέψη … Dictionary of Greek
φρονητικοῦ — φρονητικός concerned with thought masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρονητικῆς — φρονητικός concerned with thought fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)